θαμπερός

θαμπερός
-ή, -ό
1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια»)
2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός
3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα θαμπερά πελάγη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμπος (< θάμβος) ή < θαμπός (< θαμβός), αναλόγως τής σημασίας του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”